- απρόσβλεπτος
- η , ο [ος , ον ]1) ослепительный; 2) ужасный, вызывающий страх
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀπρόσβλεπτος — not to be looked at masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσβλέπτου — ἀπρόσβλεπτος not to be looked at masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)